Οι ιδιωτικοποιήσεις των ημικρατικών οργανισμών μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη αφού πρόκειται ουσιαστικά για συμβάσεις παραχώρησης του Οργανισμού σε ιδιώτη, δήλωσε στο Sigmalive το πρώην στέλεχος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, οικονομολόγος Μιράντα Ξαφά. Με αυτό τον τρόπο, υπογράμμισε η κ. Ξαφά, δεν θα επιβαρύνεται το κράτος με τα έξοδα συντήρησης του Οργανισμού. Προειδοποίησε παράλληλα ότι ελλοχεύει ο κίνδυνος εκμετάλλευσης του καταναλωτή, στην περίπτωση που δεν δημιουργηθεί κρατική «ασπίδα» προστασίας.
Σύμφωνα με την κ. Ξαφά, όταν πρόκειται για κρατικά μονοπώλια πρέπει να υπάρχει ρυθμιστική αρχή διότι η μετατροπή του κρατικού μονοπωλίου σε ιδιωτικό μπορεί να επιβαρύνει τον καταναλωτή αν δεν υπάρξουν οι ασφαλιστικές δικλίδες.
Ειδικότερα στις περιπτώσεις μονοπωλίων, όπως είναι η ΑΗΚ, επιβάλλεται ο κρατικός έλεγχος μέσω μιας Ρυθμιστικής Αρχής για από κοινού (κράτος-ιδιώτης) καθορισμό των τιμών, προς αποφυγή της εκμετάλλευσης, επεσήμανε η οικονομολόγος.
Στην Αγγλία από οπού άρχισαν οι ιδιωτικοποιήσεις, κυλούν όλα ομαλά, σημείωσε η κ. Ξαφά, χαρακτηρίζοντας σαν «μύθο» την άποψη ότι όπου έγιναν ιδιωτικοποιήσεις παρουσιάστηκε ακρίβεια στις τιμές.
Σύμφωνα δε με την έρευνα της PwC, η Βρετανία, που θεωρείται από πολλούς η πρωτοπόρος των Ευρωπαϊκών ιδιωτικοποιήσεων, ξεκίνησε τη συγκεκριμένη πορεία το 1984 με την ιδιωτικοποίηση της British Telecom (BT). Ήταν η πρώτη μεγάλη εκποίηση εταιρείας κοινής ωφελείας στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποτελεί ορόσημο στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της χώρας επί διακυβέρνησης Θάτσερ. Το συγκεκριμένο εγχείρημα θεωρείται πολύ πετυχημένο, αφού μεγιστοποίησε τα έσοδα από την πώληση, παράλληλα με την απόκτηση μετοχών από το ευρύ επενδυτικό κοινό.
Η συμμετοχή των εργαζομένων στο μετοχικό κεφάλαιο ήταν επίσης ουσιαστική. Στην έρευνα προστίθεται ότι το έργο άρχισε το 1979, όταν η Βρετανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια φιλελευθεροποίησης του τομέα των τηλεπικοινωνιών, και το 1981 ψήφισε νόμο που δημιουργούσε την BT, ξεχωρίζοντας την από τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες. Μια καλά προετοιμασμένη εκστρατεία οδήγησε στην πετυχημένη ιδιωτικοποίηση της BT μέσω Αρχικής Δημόσιας Προσφοράς για μερίδιο 50,2% των μετοχών το 1984 και άλλες δύο συναλλαγές το 1993.
Η Κυβέρνηση χρησιμοποίησε τον μηχανισμό των golden shares (μετοχές όπου παρέχεται δικαίωμα βέτο σε στρατηγικές αποφάσεις), προκειμένου να έχει λόγο στα κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα. Ιδρύθηκε επίσης η Ρυθμιστική Αρχή OFTEL, με στόχο την εποπτεία τον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Ιδιωτικοποιημένοι ημικρατικοί στην ΕΕ
Ιδιωτικοποιημένοι είναι οι ημικρατικοί οργανισμοί σε Ηνωμένο Βασίλειο, Λιθουανία, Αυστρία, Τσεχία, Εσθονία, Φιλλανδία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολώνια, Σλοβακία, Και Ισπανία. Οι βασικές μέθοδοι ιδιωτικοποίησης, σύμφωνα την PwC η οποία εκπόνησε μελέτη για τις ιδιωτικοποιήσεις στην Κύπρο, είναι τρεις:
Δημόσια Προσφορά – πώληση μετοχών σε επενδυτές μέσω δημόσιας προσφοράς στο Χρηματιστήριο
Πώληση μέσω ιδιωτικής συναλλαγής –πώληση πακέτου μετοχών συνήθως σε στρατηγικό επενδυτή, μέσω δημοπρασίας ή με διαπραγμάτευση
Μικτή πώληση –συνδυασμός των δυο πιο πάνω μεθόδων
Οι τομείς στους οποίους αναφέρεται η μελέτη της PwC αφορούν σε: Τηλεπικοινωνίες, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, Πετρελαϊκή βιομηχανία, Μεταποίηση, Μεταφορές.
Η Κύπρος βρίσκεται στην κατηγορία των χωρών όπου δεν έγινε ιδιωτικοποίηση ημικρατικών, με μια υποσημείωση όπου γίνεται διευκρίνιση για τον τομέα των Μεταφορών και τη Σύμβαση για τα Αεροδρόμια Λάρνακας-Πάφου.
Στην Ευρώπη, ιδιωτικοποιήσεις ξεκίνησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980, με πολλές χώρες της Ε.Ε. να ακολουθούν τη συγκεκριμένη τάση. Ο πιο κάτω πίνακας της PwC, παρουσιάζει συνοπτικά ορισμένα δεδομένα ως προς το ιστορικό των Ευρωπαϊκών ιδιωτικοποιήσεων. Πρώτον, είτε μέσω της πώλησης μέρους ή του 100% των μετοχών Κρατικών επιχειρήσεων, ιδιωτικοποιήσεις έγιναν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που ακολουθούσαν ένα πιο σοσιαλιστικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, όπως οι Σκανδιναβικές χώρες. Δεύτερον, οι ιδιωτικοποιήσεις κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, η ηλεκτρική ενέργεια, ο μεταποιητικός τομέας, οι μεταφορές κ.α.
Σύμφωνα με την PwC:
Οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων
Οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων ισχυρίζονται ότι αυτές υποβοηθούν, μεταξύ άλλων, στην εξοικονόμηση κόστους και βελτίωση στην αποτελεσματική διαχείριση ενός οργανισμού.
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι η ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να εξετάζεται όταν ένας Κρατικός οργανισμός παροχής υπηρεσιών δεν διαθέτει την απαραίτητη πραγματογνωμοσύνη ή τεχνογνωσία για να ολοκληρώσει συγκεκριμένα έργα γρήγορα και αποτελεσματικά. Γενικά, οι λόγοι αυτοί συνδέονται με την πεποίθηση ότι οι οργανισμοί του ιδιωτικού τομέα είναι λιγότερο γραφειοκρατικοί από τις Κυβερνητικές υπηρεσίες και μπορούν να παίρνουν αποφάσεις πιο γρήγορα, ούτως ώστε οι απαραίτητοι πόροι να κατανέμονται όπου προκύπτει μεγαλύτερη ανάγκη.
Οι πολέμιοι...
Οι διαφωνούντες με τις ιδιωτικοποιήσεις, θεωρούν ότι η εξοικονόμηση κόστους, που προτείνεται ως ο βασικός λόγος επιδίωξης μιας πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων, δεν είναι ποτέ εγγυημένη. Οι επικριτές των ιδιωτικοποιήσεων ισχυρίζονται επίσης ότι η ποιότητα της υπηρεσίας επιδεινώνεται επειδή οι ιδιώτες που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες επικεντρώνονται στο περιθώριο κέρδους παρά στην προσφορά υπηρεσιών ψηλής ποιότητας. Οι επικριτές αυτοί θεωρούν ότι, αν ο στόχος είναι η εξοικονόμηση κόστους, οι υφιστάμενες θεσμικές δομές θα πρέπει να ενισχυθούν ώστε η Κυβέρνηση να αναβαθμιστεί σε ένα αποδοτικότερο και αποτελεσματικότερο παροχέα υπηρεσιών.
Η Ευρωπαϊκή εμπειρία
Με βάση τον επόμενο πίνακα από την έρευνα της PwC, διαφαίνεται ότι στις ιδιωτικοποιήσεις στην Ε.Ε. έχουν υιοθετηθεί και οι δύο μέθοδοι – δηλαδή η δημόσια προσφορά μετοχών και η πώληση μέσω ιδιωτικής συναλλαγής. Το σκεπτικό για τη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου για την εκάστοτε ιδιωτικοποίηση εξαρτάται βέβαια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Άλλο ένα ενδιαφέρον πόρισμα είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε συνδυασμός μεθόδων ιδιωτικοποίησης για τις ίδιες εταιρείες. Είναι σύνηθες, σύμφωνα με την έρευνα, ένας στρατηγικός επενδυτής να αποκτήσει μερίδιο σε Κρατική εταιρεία και να ακολουθήσει μετέπειτα μια αρχική δημόσια προσφορά στο Χρηματιστήριο.
- Source : http://www.sigmalive.com
Σύμφωνα με την κ. Ξαφά, όταν πρόκειται για κρατικά μονοπώλια πρέπει να υπάρχει ρυθμιστική αρχή διότι η μετατροπή του κρατικού μονοπωλίου σε ιδιωτικό μπορεί να επιβαρύνει τον καταναλωτή αν δεν υπάρξουν οι ασφαλιστικές δικλίδες.
Ειδικότερα στις περιπτώσεις μονοπωλίων, όπως είναι η ΑΗΚ, επιβάλλεται ο κρατικός έλεγχος μέσω μιας Ρυθμιστικής Αρχής για από κοινού (κράτος-ιδιώτης) καθορισμό των τιμών, προς αποφυγή της εκμετάλλευσης, επεσήμανε η οικονομολόγος.
Στην Αγγλία από οπού άρχισαν οι ιδιωτικοποιήσεις, κυλούν όλα ομαλά, σημείωσε η κ. Ξαφά, χαρακτηρίζοντας σαν «μύθο» την άποψη ότι όπου έγιναν ιδιωτικοποιήσεις παρουσιάστηκε ακρίβεια στις τιμές.
Σύμφωνα δε με την έρευνα της PwC, η Βρετανία, που θεωρείται από πολλούς η πρωτοπόρος των Ευρωπαϊκών ιδιωτικοποιήσεων, ξεκίνησε τη συγκεκριμένη πορεία το 1984 με την ιδιωτικοποίηση της British Telecom (BT). Ήταν η πρώτη μεγάλη εκποίηση εταιρείας κοινής ωφελείας στο Ηνωμένο Βασίλειο και αποτελεί ορόσημο στο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων της χώρας επί διακυβέρνησης Θάτσερ. Το συγκεκριμένο εγχείρημα θεωρείται πολύ πετυχημένο, αφού μεγιστοποίησε τα έσοδα από την πώληση, παράλληλα με την απόκτηση μετοχών από το ευρύ επενδυτικό κοινό.
Η συμμετοχή των εργαζομένων στο μετοχικό κεφάλαιο ήταν επίσης ουσιαστική. Στην έρευνα προστίθεται ότι το έργο άρχισε το 1979, όταν η Βρετανική Κυβέρνηση ανακοίνωσε σχέδια φιλελευθεροποίησης του τομέα των τηλεπικοινωνιών, και το 1981 ψήφισε νόμο που δημιουργούσε την BT, ξεχωρίζοντας την από τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες. Μια καλά προετοιμασμένη εκστρατεία οδήγησε στην πετυχημένη ιδιωτικοποίηση της BT μέσω Αρχικής Δημόσιας Προσφοράς για μερίδιο 50,2% των μετοχών το 1984 και άλλες δύο συναλλαγές το 1993.
Η Κυβέρνηση χρησιμοποίησε τον μηχανισμό των golden shares (μετοχές όπου παρέχεται δικαίωμα βέτο σε στρατηγικές αποφάσεις), προκειμένου να έχει λόγο στα κρίσιμα στρατηγικά ζητήματα. Ιδρύθηκε επίσης η Ρυθμιστική Αρχή OFTEL, με στόχο την εποπτεία τον τομέα των τηλεπικοινωνιών.
Ιδιωτικοποιημένοι ημικρατικοί στην ΕΕ
Ιδιωτικοποιημένοι είναι οι ημικρατικοί οργανισμοί σε Ηνωμένο Βασίλειο, Λιθουανία, Αυστρία, Τσεχία, Εσθονία, Φιλλανδία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Ιταλία, Ολλανδία, Πολώνια, Σλοβακία, Και Ισπανία. Οι βασικές μέθοδοι ιδιωτικοποίησης, σύμφωνα την PwC η οποία εκπόνησε μελέτη για τις ιδιωτικοποιήσεις στην Κύπρο, είναι τρεις:
Δημόσια Προσφορά – πώληση μετοχών σε επενδυτές μέσω δημόσιας προσφοράς στο Χρηματιστήριο
Πώληση μέσω ιδιωτικής συναλλαγής –πώληση πακέτου μετοχών συνήθως σε στρατηγικό επενδυτή, μέσω δημοπρασίας ή με διαπραγμάτευση
Μικτή πώληση –συνδυασμός των δυο πιο πάνω μεθόδων
Οι τομείς στους οποίους αναφέρεται η μελέτη της PwC αφορούν σε: Τηλεπικοινωνίες, Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας, Πετρελαϊκή βιομηχανία, Μεταποίηση, Μεταφορές.
Η Κύπρος βρίσκεται στην κατηγορία των χωρών όπου δεν έγινε ιδιωτικοποίηση ημικρατικών, με μια υποσημείωση όπου γίνεται διευκρίνιση για τον τομέα των Μεταφορών και τη Σύμβαση για τα Αεροδρόμια Λάρνακας-Πάφου.
Στην Ευρώπη, ιδιωτικοποιήσεις ξεκίνησαν στο Ηνωμένο Βασίλειο τη δεκαετία του 1980, με πολλές χώρες της Ε.Ε. να ακολουθούν τη συγκεκριμένη τάση. Ο πιο κάτω πίνακας της PwC, παρουσιάζει συνοπτικά ορισμένα δεδομένα ως προς το ιστορικό των Ευρωπαϊκών ιδιωτικοποιήσεων. Πρώτον, είτε μέσω της πώλησης μέρους ή του 100% των μετοχών Κρατικών επιχειρήσεων, ιδιωτικοποιήσεις έγιναν σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ε.Ε, συμπεριλαμβανομένων των χωρών που ακολουθούσαν ένα πιο σοσιαλιστικό μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης, όπως οι Σκανδιναβικές χώρες. Δεύτερον, οι ιδιωτικοποιήσεις κάλυψαν ένα ευρύ φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας, όπως οι τηλεπικοινωνίες, η ηλεκτρική ενέργεια, ο μεταποιητικός τομέας, οι μεταφορές κ.α.
Σύμφωνα με την PwC:
Οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων
Οι υποστηρικτές των ιδιωτικοποιήσεων ισχυρίζονται ότι αυτές υποβοηθούν, μεταξύ άλλων, στην εξοικονόμηση κόστους και βελτίωση στην αποτελεσματική διαχείριση ενός οργανισμού.
Προβάλλεται το επιχείρημα ότι η ιδιωτικοποίηση θα πρέπει να εξετάζεται όταν ένας Κρατικός οργανισμός παροχής υπηρεσιών δεν διαθέτει την απαραίτητη πραγματογνωμοσύνη ή τεχνογνωσία για να ολοκληρώσει συγκεκριμένα έργα γρήγορα και αποτελεσματικά. Γενικά, οι λόγοι αυτοί συνδέονται με την πεποίθηση ότι οι οργανισμοί του ιδιωτικού τομέα είναι λιγότερο γραφειοκρατικοί από τις Κυβερνητικές υπηρεσίες και μπορούν να παίρνουν αποφάσεις πιο γρήγορα, ούτως ώστε οι απαραίτητοι πόροι να κατανέμονται όπου προκύπτει μεγαλύτερη ανάγκη.
Οι πολέμιοι...
Οι διαφωνούντες με τις ιδιωτικοποιήσεις, θεωρούν ότι η εξοικονόμηση κόστους, που προτείνεται ως ο βασικός λόγος επιδίωξης μιας πολιτικής ιδιωτικοποιήσεων, δεν είναι ποτέ εγγυημένη. Οι επικριτές των ιδιωτικοποιήσεων ισχυρίζονται επίσης ότι η ποιότητα της υπηρεσίας επιδεινώνεται επειδή οι ιδιώτες που παρέχουν τις εν λόγω υπηρεσίες επικεντρώνονται στο περιθώριο κέρδους παρά στην προσφορά υπηρεσιών ψηλής ποιότητας. Οι επικριτές αυτοί θεωρούν ότι, αν ο στόχος είναι η εξοικονόμηση κόστους, οι υφιστάμενες θεσμικές δομές θα πρέπει να ενισχυθούν ώστε η Κυβέρνηση να αναβαθμιστεί σε ένα αποδοτικότερο και αποτελεσματικότερο παροχέα υπηρεσιών.
Η Ευρωπαϊκή εμπειρία
Με βάση τον επόμενο πίνακα από την έρευνα της PwC, διαφαίνεται ότι στις ιδιωτικοποιήσεις στην Ε.Ε. έχουν υιοθετηθεί και οι δύο μέθοδοι – δηλαδή η δημόσια προσφορά μετοχών και η πώληση μέσω ιδιωτικής συναλλαγής. Το σκεπτικό για τη χρήση της συγκεκριμένης μεθόδου για την εκάστοτε ιδιωτικοποίηση εξαρτάται βέβαια από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε περίπτωσης. Άλλο ένα ενδιαφέρον πόρισμα είναι ότι σε κάποιες περιπτώσεις υπήρξε συνδυασμός μεθόδων ιδιωτικοποίησης για τις ίδιες εταιρείες. Είναι σύνηθες, σύμφωνα με την έρευνα, ένας στρατηγικός επενδυτής να αποκτήσει μερίδιο σε Κρατική εταιρεία και να ακολουθήσει μετέπειτα μια αρχική δημόσια προσφορά στο Χρηματιστήριο.
- Source : http://www.sigmalive.com
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου