Στις 10 Μαΐου 1956 ο Μιχαλάκης Καρολής οδηγείται στην αγχόνη από τους Άγγλους αποικιοκράτες.
Είμαι αγαπητέ μου αδελφέ πολύ στενοχωρημένος που θα σε λυπήσω με τα νέα μου, αλλά αφού ο Θεός μού επεφύλαξε το πικρόν τούτο ποτήριον, «ου μη πίω αυτό». Γενηθήτω το θέλημα του Παντοδύναμου. Το Εκτελεστικόν Συμβούλιον απεφάσισεν ότι θα εκτελεσθώ. Με πληροφόρησε ψες ο κ. Irons διά την απόφασιν αυτήν του Εκτελεστικού Συμβουλίου και η απόφασις αυτή επηρεάζει και τον Δημητρίου, είναι δε πολύ βραχεία η διορία που μας άφησε. Εάν δε ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώσει τα σχέδιά τους, τότε την ερχόμενην Πέμπτην την αυγήν θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμεν το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γην. Ο Θεός όμως «ο ετάζων νεφρούς, και καρδίας» ας αποδώση «εκάστω κατά την καρδίαν αυτού».
Εν όψει της τροπής αυτής των πραγμάτων εζήτησα να σου επιτραπή να έλθης εις τας φυλάκας να με επισκεφθής και μου το αρνήθησαν. Επίσης αρνήθησαν να επιτρέψουν εις θείους, θείας και πρώτα εξάδελφα να με επισκεφθούν. Εάν θελήση ο Κύριος να εκτελεσθώ και δεν μου επιτρέψουν να σε ιδώ και να σ’ αποχειρετήσω και σένα και τους άλλους στενούς συγγενείς, αυτό θα είναι η συμπλήρωσις της μεγάλης αδικίας που κάμνουν σε μένα και στην οικογένειά μου η οποία θα τους είναι εις αιωνίαν καταφρόνησιν, αιώνιον αίσχος και αιώνιον στίγμα εις την ούτω καλούμενην δικαιοσύνην των.
Σήμερα το πρωί ήλθαν να με επισκεφθούν η μητέρα μου, η Μαρούλα και η Νίκη. Ήταν όλως δι’ όλου ανίδεες διά την την απόφασιν αυτήν, αλλά επειδή τα ενταθέντα μέτρα ασφαλείας τούς έφεραν πολλήν πικρίαν άρχισαν να μου φωνάζουν συγκινητικά «να μην φοβούμαι» κ.λ.π. Εγώ δε, νομίσας ότι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθή υπό της Αστυνομίας διά την απόφασιν αυτήν (διότι υπεσχέθη προηγουμένως ο κ. Irons να τους ειδοποιήση) όταν ήλθαν κοντά μου τους εμίλησα καθαρά. Δεν περιγράφεται δε η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απογνώσεως που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και ελυπώντο και καθώς ήσαν άσπρες σαν το πανί και ελιποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα που δεν μπόρεσα να κρατήσω την συγκίνησιν και τα δάκρυά μου.
Θλίβομαι, αγαπητέ μου αδελφούλη, θλίβομαι αφάνταστα όχι διά τον δικόν μου το χαμό, αλλά διά τον αβάστακτο πόνο που θα φορτώση η εκτέλεσίς μου εις τους ασθενείς και γεροντικούς ώμους των γονέων μου και τους ώμους των αδελφιών και των άλλων μου προσφιλών συγγενών. Θλίβομαι διότι ενώ ήλπιζον να γίνω το στήριγμα και ο προστάτης εις τες αγαπημένες μου αδελφές και να ξεκουράσω μια μέρα τους πολυμόχθους μου προσφιλέστατους γονείς, έρχεται το άδικον χέρι της ούτω καλούμενης δικαιοσύνης να με αποχωρίση από τα πρόσωπα που εστήριξαν σε μένα τόσες ελπίδες, ακριβώς εις στιγμήν κατά την οποίαν θα εκαρποφορούσαν οι ελπίδες των. Θλίβομαι ακόμα, καλέ μου Ανδρέα, διότι οι ευγενείς σου θυσίες για μένα δεν εκαρποφόρησαν, εστερήθησαν δηλάδή της ευκαιρίας να καρποφορήσουν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους λυπούμαι πράγματι τόσον πολύ, και όχι δια τον εαυτόν μου. Από τον εαυτό μου τι να λυπηθώ; «Ον θεοί φιλούσι νέος αποθνήσκει» έλεγαν οι αρχαίοι. Ελπίζω να με καταλαμβάνης και να μη λυπάσαι για μένα αλλά να δίνης θάρρος και παρηγοριά εις τους ολιγόψυχους εκείνους συγγενείς και ειδικά εις την φτωχή μας τη μάνα και τον πατέρα που ο πόνος και ο σπαραγμός ενδέχεται να έχη μεγάλας συνεπείας εις την υγείαν των. Παρηγόρησέ τους χρυσέ μου Ανδρέα, δίνε τους θάρρος και προσπάθησε να τους κάμης να εννοήσουν με ποίον γαλήνιον τρόπον και ποίαν στωικήν ανεκτικότητα αντιμετώπισα ώς τώρα όλα τα κακά και θα τα αντιμετωπίσω και εις το μέλλον. Δεν πρέπει να κλαίουν εκείνοι για μένα κι’ εγώ γι’ αυτούς. Εάν με νοιώθουν και καταλαμβάνουν την ψυχικήν μου ηρεμίαν τότε θα πρέπει να παύσουν να θρηνούν και να σπαράζουν. Και αν παύσουν, αν κατανικήσουν τον πόνον των και τα δεχθούν όλα με το μέτωπο περήφανα σηκωμένο ψηλά, αυτό θα είναι για μένα μια απέραντος υστάτη ευχαρίστησις. Όσο για σένα, δεν πιστεύω να χρειάζεσαι να σου πω τα ίδια πράγματα ούτε και να σου συστήσω να προσέχης και να αυτοσυγκρατήσαι (ξέρεις μόνος σου ότι ευρίσκεσαι σε στρατόπεδο) και δεν θέλω άλλα κακά να βρουν κανένα από σας.
Και τώρα χρυσέ μου αδελφέ, δεν έχω παρά να σε σφίξω στην «νοερή μου αγκαλιά» για να σου δώσω τα γλυκά φιλιά του αποχαιρετισμού τα οποία μου αποστερεί η άκαρδος χειρ της εξουσίας και να σου μεταδώσω από μακρυά τους παλμούς της αγάπης, της λατρείας και της ευγνωμοσύνης που η καρδιά μου σου στέλλει μαζί με τας πιο θερμάς ευχάς της διά την καλυτέραν τύχην, την μεγαλυτέραν ευτυχίαν και την πληρεστέραν εκπλήρωσιν και απόλαυσιν κάθε σου πόθου και ιδανικού.
Χαίρε γλυκέ μου Ανδρέα και ο Θεός ας είναι πάντοτε μαζί σου.
Σε φιλώ και πάλι,
Μιχαλάκης»
ΠΗΓΗ: «Γράμματα μελλοθανάτων», επ. Πέτρος Στυλιανού, Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία & newsit.com.cy
Έχει συλληφθεί σε ενέδρα των βρετανικών δυνάμεων κατά τη μεταφορά του στην περιοχή Κερύνειας για να ενωθεί με την ομάδα του Γρηγόρη Αυξεντίου. Κατηγορούμενος για την εκτέλεση του αστυνομικού Ηρόδοτου Πουλλή -συνεργάτη των Άγγλων- στις 28 Αυγούστου 1955, την οποία είχε αναλάβει με τον συναγωνιστή του Ανδρέα Παναγιώτου, καταδικάζεται σε θάνατο.
Παραμονές της εκτέλεσής του, ο πρωτομάρτυρας του Αγώνα της ΕΟΚΑ γράφει επιστολή στον αδελφό του, Ανδρέα, κρατούμενο στο Φρούριο της Κερύνειας.
Διαβάστε τη συγκλονιστική -και τελευταία- επιστολή του Μιχαλάκη Καραολή:
«Κεντρικαί Φυλακαί
Λευκωσίας,
8 Μαΐου 1956
Αγαπητέ μου Ανδρέα,
Χαίρε. Επήρα τα συγκινητικά γράμματά σου της 1ης και 3ης Μαΐου και εχάρηκα πολύ που είδα να μου γράφεις ότι άρχισες να βλέπεις την ζωήν και τον εαυτόν σου από μια άλλη σκοπιά και ότι ανεκάλυψες μίαν γλυκειάν και θεϊκήν δύναμιν να σε τραβά και να σε δένη προς τα θαυμάσια μεγαλεία του θεού και να σε σπρώχνη προς τον δρόμον Του. Είθε ο Πανάγαθος να δώση να μην παρεκκλίνης από τον δρόμον τούτον, ο οποίος, αν και στενός και δύσβατος, είναι εν τούτοις ο μόνος που οδηγεί εις την αιωνίαν μακαριότητα.
Παραμονές της εκτέλεσής του, ο πρωτομάρτυρας του Αγώνα της ΕΟΚΑ γράφει επιστολή στον αδελφό του, Ανδρέα, κρατούμενο στο Φρούριο της Κερύνειας.
Διαβάστε τη συγκλονιστική -και τελευταία- επιστολή του Μιχαλάκη Καραολή:
«Κεντρικαί Φυλακαί
Λευκωσίας,
8 Μαΐου 1956
Αγαπητέ μου Ανδρέα,
Χαίρε. Επήρα τα συγκινητικά γράμματά σου της 1ης και 3ης Μαΐου και εχάρηκα πολύ που είδα να μου γράφεις ότι άρχισες να βλέπεις την ζωήν και τον εαυτόν σου από μια άλλη σκοπιά και ότι ανεκάλυψες μίαν γλυκειάν και θεϊκήν δύναμιν να σε τραβά και να σε δένη προς τα θαυμάσια μεγαλεία του θεού και να σε σπρώχνη προς τον δρόμον Του. Είθε ο Πανάγαθος να δώση να μην παρεκκλίνης από τον δρόμον τούτον, ο οποίος, αν και στενός και δύσβατος, είναι εν τούτοις ο μόνος που οδηγεί εις την αιωνίαν μακαριότητα.
Είμαι αγαπητέ μου αδελφέ πολύ στενοχωρημένος που θα σε λυπήσω με τα νέα μου, αλλά αφού ο Θεός μού επεφύλαξε το πικρόν τούτο ποτήριον, «ου μη πίω αυτό». Γενηθήτω το θέλημα του Παντοδύναμου. Το Εκτελεστικόν Συμβούλιον απεφάσισεν ότι θα εκτελεσθώ. Με πληροφόρησε ψες ο κ. Irons διά την απόφασιν αυτήν του Εκτελεστικού Συμβουλίου και η απόφασις αυτή επηρεάζει και τον Δημητρίου, είναι δε πολύ βραχεία η διορία που μας άφησε. Εάν δε ο Παντοκράτωρ Κύριος δεν ματαιώσει τα σχέδιά τους, τότε την ερχόμενην Πέμπτην την αυγήν θα ανέλθωμεν εις το φονικόν ικρίωμα διά να υποστούμεν το μαρτύριον που από τόσους μήνες δολίως εμελέτησαν άνδρες άδικοι και πονηρότατοι παρά πάσαν την γην. Ο Θεός όμως «ο ετάζων νεφρούς, και καρδίας» ας αποδώση «εκάστω κατά την καρδίαν αυτού».
Εν όψει της τροπής αυτής των πραγμάτων εζήτησα να σου επιτραπή να έλθης εις τας φυλάκας να με επισκεφθής και μου το αρνήθησαν. Επίσης αρνήθησαν να επιτρέψουν εις θείους, θείας και πρώτα εξάδελφα να με επισκεφθούν. Εάν θελήση ο Κύριος να εκτελεσθώ και δεν μου επιτρέψουν να σε ιδώ και να σ’ αποχειρετήσω και σένα και τους άλλους στενούς συγγενείς, αυτό θα είναι η συμπλήρωσις της μεγάλης αδικίας που κάμνουν σε μένα και στην οικογένειά μου η οποία θα τους είναι εις αιωνίαν καταφρόνησιν, αιώνιον αίσχος και αιώνιον στίγμα εις την ούτω καλούμενην δικαιοσύνην των.
Σήμερα το πρωί ήλθαν να με επισκεφθούν η μητέρα μου, η Μαρούλα και η Νίκη. Ήταν όλως δι’ όλου ανίδεες διά την την απόφασιν αυτήν, αλλά επειδή τα ενταθέντα μέτρα ασφαλείας τούς έφεραν πολλήν πικρίαν άρχισαν να μου φωνάζουν συγκινητικά «να μην φοβούμαι» κ.λ.π. Εγώ δε, νομίσας ότι είχαν προηγουμένως ειδοποιηθή υπό της Αστυνομίας διά την απόφασιν αυτήν (διότι υπεσχέθη προηγουμένως ο κ. Irons να τους ειδοποιήση) όταν ήλθαν κοντά μου τους εμίλησα καθαρά. Δεν περιγράφεται δε η σκηνή της φρίκης, του πόνου, του σπαραγμού και της απογνώσεως που επηκολούθησε. Τα φτωχά και αδύναμα πλάσματα με γοερές κραυγές εθρήνουν και ελυπώντο και καθώς ήσαν άσπρες σαν το πανί και ελιποθυμούσαν κάθε λίγο, μου επαρουσίαζαν ένα σπαραξικάρδιο θέαμα που δεν μπόρεσα να κρατήσω την συγκίνησιν και τα δάκρυά μου.
Θλίβομαι, αγαπητέ μου αδελφούλη, θλίβομαι αφάνταστα όχι διά τον δικόν μου το χαμό, αλλά διά τον αβάστακτο πόνο που θα φορτώση η εκτέλεσίς μου εις τους ασθενείς και γεροντικούς ώμους των γονέων μου και τους ώμους των αδελφιών και των άλλων μου προσφιλών συγγενών. Θλίβομαι διότι ενώ ήλπιζον να γίνω το στήριγμα και ο προστάτης εις τες αγαπημένες μου αδελφές και να ξεκουράσω μια μέρα τους πολυμόχθους μου προσφιλέστατους γονείς, έρχεται το άδικον χέρι της ούτω καλούμενης δικαιοσύνης να με αποχωρίση από τα πρόσωπα που εστήριξαν σε μένα τόσες ελπίδες, ακριβώς εις στιγμήν κατά την οποίαν θα εκαρποφορούσαν οι ελπίδες των. Θλίβομαι ακόμα, καλέ μου Ανδρέα, διότι οι ευγενείς σου θυσίες για μένα δεν εκαρποφόρησαν, εστερήθησαν δηλάδή της ευκαιρίας να καρποφορήσουν. Αυτοί είναι οι λόγοι για τους οποίους λυπούμαι πράγματι τόσον πολύ, και όχι δια τον εαυτόν μου. Από τον εαυτό μου τι να λυπηθώ; «Ον θεοί φιλούσι νέος αποθνήσκει» έλεγαν οι αρχαίοι. Ελπίζω να με καταλαμβάνης και να μη λυπάσαι για μένα αλλά να δίνης θάρρος και παρηγοριά εις τους ολιγόψυχους εκείνους συγγενείς και ειδικά εις την φτωχή μας τη μάνα και τον πατέρα που ο πόνος και ο σπαραγμός ενδέχεται να έχη μεγάλας συνεπείας εις την υγείαν των. Παρηγόρησέ τους χρυσέ μου Ανδρέα, δίνε τους θάρρος και προσπάθησε να τους κάμης να εννοήσουν με ποίον γαλήνιον τρόπον και ποίαν στωικήν ανεκτικότητα αντιμετώπισα ώς τώρα όλα τα κακά και θα τα αντιμετωπίσω και εις το μέλλον. Δεν πρέπει να κλαίουν εκείνοι για μένα κι’ εγώ γι’ αυτούς. Εάν με νοιώθουν και καταλαμβάνουν την ψυχικήν μου ηρεμίαν τότε θα πρέπει να παύσουν να θρηνούν και να σπαράζουν. Και αν παύσουν, αν κατανικήσουν τον πόνον των και τα δεχθούν όλα με το μέτωπο περήφανα σηκωμένο ψηλά, αυτό θα είναι για μένα μια απέραντος υστάτη ευχαρίστησις. Όσο για σένα, δεν πιστεύω να χρειάζεσαι να σου πω τα ίδια πράγματα ούτε και να σου συστήσω να προσέχης και να αυτοσυγκρατήσαι (ξέρεις μόνος σου ότι ευρίσκεσαι σε στρατόπεδο) και δεν θέλω άλλα κακά να βρουν κανένα από σας.
Και τώρα χρυσέ μου αδελφέ, δεν έχω παρά να σε σφίξω στην «νοερή μου αγκαλιά» για να σου δώσω τα γλυκά φιλιά του αποχαιρετισμού τα οποία μου αποστερεί η άκαρδος χειρ της εξουσίας και να σου μεταδώσω από μακρυά τους παλμούς της αγάπης, της λατρείας και της ευγνωμοσύνης που η καρδιά μου σου στέλλει μαζί με τας πιο θερμάς ευχάς της διά την καλυτέραν τύχην, την μεγαλυτέραν ευτυχίαν και την πληρεστέραν εκπλήρωσιν και απόλαυσιν κάθε σου πόθου και ιδανικού.
Χαίρε γλυκέ μου Ανδρέα και ο Θεός ας είναι πάντοτε μαζί σου.
Σε φιλώ και πάλι,
Μιχαλάκης»
.
ΠΗΓΗ: «Γράμματα μελλοθανάτων», επ. Πέτρος Στυλιανού, Εκδ. Αιγαίον, Λευκωσία & newsit.com.cy
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου